ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΚΕΣΙΝΗ
Σε κατακλύζει,
σα μια θάλασσα απο αστέρια!
επιμέλεια Δέσποινας-Ειρήνης Σαμπαγιάν-Δίπλα
ΕΚΔΟΣΗ 03 - ΜΑΙΟΣ 2021
Μαρία Μαρκεσίνη. Ένα όνομα πολλές σημασίες. Δυνατή, ζεστή, σε κατακλύζει σαν μια θάλασσα από αστέρια. Επαναστάτρια, δε διστάζει να περπατήσει πάνω στα κύματα και να σου χαρίσει έναν κόσμο γεμάτο μουσική μαγεία. Το μεγαλείο του χαρίσματός της σε ηλεκτρίζει από την πρώτη επαφή. Είναι οι μικροί κρυμμένοι θησαυροί, που μόλις τους πλησιάσεις, αναφύονται και εσύ απλά μένεις εκστατικός να τους κοιτάς αποσβολωμένος, ταλαντευόμενος ανάμεσα στην αλήθεια και τα παραμύθια.
Η ζωή τα πρώτα χρόνια. Παιδικές στιγμές χαραγμένες στη μνήμη.
Μεγάλωσα σε επτανησιακό σπίτι. Δεκαετία εβδομήντα. Ο πατέρας μου Κεφαλλονίτης. Στους οποίους η μουσική, ήταν το κέντρο της ζωής τους σε όλες τις ελεύθερες ώρες. Με έκανε μεγάλος, γύρω στα σαράντα πέντε, η μαμά μου πιο μικρή στη δεκαετία των τριάντα της. Τον έχασα μικρή, στα δεκατέσσερά μου, δεν τον έζησα αρκετά, δυστυχώς η υγεία του δεν ήταν πολύ καλή. Ο πατέρας μου σαράκι το είχε, ότι ήρθε ο πόλεμος και διάφορα άλλα γεγονότα της εποχής του και δεν μπόρεσε ο ίδιος να κάνει καριέρα ως τενόρος. Ο παππούς μου ήταν στο παλιό Αργοστόλι, πριν από τον σεισμό του ’53, ο άνθρωπος που έφερνε αηδούς από την Ιταλία. Σοπράνο, τενόρους, για την όπερα του Αργοστολίου, η οποία κατεδαφίστηκε στο σεισμό και μετά δεν την ξαναχτίσανε. Υπήρχε ένα πάθος στον πατέρα μου, να κάθεται από πάνω μου, να κάνω τα μαθήματα μου στο πιάνο. Αυτό σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια, η έμφαση του πατέρα μου για τη μουσική. Από την αρχή του γάμου του με τη μητέρα μου, ξεκίνησε να δουλεύει στη Βιβλική Εταιρία, ήταν από τους πρώτους εργάτες του Λόγου και η ζωή του συγκεντρωνόταν γύρω από το Ευαγγέλιο, να περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα, να μοιράζει Βίβλους, βιβλία και να ευαγγελίζει κόσμο. Αυτό ήταν το πάθος της ζωής του. Η τέχνη και το ευαγγέλιο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ίδιο έχει γίνει και σε μένα.
Η μητέρα μου από την άλλη ήταν το άτομο που δούλευε για να φέρνει λεφτά στο σπίτι, γιατί ο πατέρας μου δεν είχε μεγάλο μισθό εκείνα τα χρόνια. Η μητέρα μου όσο τη θυμάμαι, ήταν η κυρία έφορος, διευθύντρια της εφορίας και ήταν «power woman» (γυναίκα υπερήρωας). Αυτό μου άρεσε πολύ σε κείνη. Παράλληλα έγραφε βιβλία, έκανε μεταφράσεις από τα γαλλικά. Από τα Μεσόγεια Αττικής, από το Κορωπί, από οικογένεια με πολύ γη και αμπέλια, ήταν Αρβανίτες στην καταγωγή . Ο παππούς μου πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να σπουδάσουν και το πίστευε και για όλες τις γυναίκες. Έτσι τη δεκαετία του 1920, δούλευε αυτός για να στείλει τις αδελφές του να σπουδάσουν στο Παρίσι, κάτι που δεν το έκανε σχεδόν κανείς τότε. Λόγω της δουλειάς της οπότε, μετακομίσαμε αρκετές φορές. Από Κεφαλλονιά Αθήνα, από Αθήνα Καλαμάτα, από Καλαμάτα πάλι Κεφαλλονιά, από Κεφαλονιά πάλι Αθήνα. Οι μετακινήσεις μας είχαν να κάνουν με τις προαγωγές που έπαιρνε η μητέρα μου και με το γεγονός ότι τους εφοριακούς δεν τους αφήνουν πολύ στο ίδιο μέρος για να μην κάνουν φιλίες. Σε όλες αυτές τις μετακινήσεις αυτό που με σημάδευε ήταν τα μέρη όπου μπορούσα να παίζω μουσική, δηλαδή στα σπίτια, σαν συναυλίες σαλονιού. Σπίτια φίλων ή στα εκάστοτε ωδεία όπου βρισκόμουν, ήταν το ωραιότερο πράγμα που υπήρχε. Η μητέρα μου θεωρούσε πως οι σπουδές μου πάνω στη μουσική είχαν σαν στόχο να παίζω μόνο μέσα στην Εκκλησία. Όπως και κάποιες εκφράσεις που με επηρέαζαν, όπως «Αυτό που κάνεις είναι για τη δόξα του Θεού», που έμοιαζε τότε σαν ένα αντιβιοτικό με απαίσια γεύση που πρέπει να κλείσεις τη μύτη και να το πάρεις, γιατί σου κάνει καλό. Αυτές οι γενικότητες με κούραζαν τόσο πολύ. Ειδικά για ένα παιδί που απλά απολαμβάνει τη μουσική. Αυτά ήταν τα ταμπού όμως της εποχής. Κάτι που έφερνε πολύ βάρος στους δικούς μου ώμους, με αποτέλεσμα στα δεκαεπτά μου να απαρνηθώ κάθε τι χριστιανικό και να απορρίψω οτιδήποτε είχε να κάνει με τον Θεό και για τη δόξα του Θεού, ώστε να ησυχάσω και να βρω την ελευθερία, όπως εγώ την καταλάβαινα τότε. Εκείνη τη χρονική στιγμή αυτό φάνταζε το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω, γιατί σαν παιδί εκεί που πήγαινα να ευχαριστηθώ τη μουσική, ερχόταν ξανά και ξανά το «Ναι.. αλλά είναι για τη δόξα του Θεού!». Είναι αυτό που λέει ο Φράνσις Σέιφερ, «Ένα δέντρο είναι ωραίο όπως είναι σαν δέντρο. Δε χρειάζεται να του βάλεις ένα σταυρουδάκι επάνω να το αγιάσεις». Η ομορφιά της μουσικής είναι η ομορφιά της μουσικής και δοξάζει το Θεό, δε χρειάζεται να το λέμε και να το επαναλαμβάνουμε.
Βέβαια με τον πατέρα μου από πάνω, όταν ήταν στο σπίτι, γιατί έλλειπε πολύ συχνά σε περιοδεία, να κάθεται να κοιτάει εάν έκανα τα μαθήματα του πιάνου, του πιάνου μόνο γιατί το σχολείο δεν τον ενδιέφερε, μου μπήκε και εμένα το σαράκι να κάνω καριέρα ως μουσικός. Αυτό θυμάμαι ότι μπήκε μέσα μου γύρω στα επτά. Επτά με οκτώ, εκεί, είμαι τελείως συνειδητοποιημένη ότι θα κάνω καριέρα ως μουσικός. Οι άνθρωποι με τους οποίους σχετιζόμασταν εκείνην την εποχή, τόσο οι γονείς μου όσο και δικές μου φιλίες, ειδικά στην Καλαμάτα, όπου έζησα τα οκτώ σημαντικότερα χρόνια της ανάπτυξής μου στην παιδική ηλικία, ήταν τόσο εξελιγμένοι. Άνθρωποι με υψηλή κουλτούρα, που σχετίζονταν με το τοπικό θέατρο. Άνθρωποι που ήταν στο κέντρο της πολιτιστικής ζωής της Καλαμάτας. Τώρα που ζω στο εξωτερικό και έχω επαφή με τόσους ανθρώπους σε διάφορες χώρες, βλέπω πως οι άνθρωποι εκείνοι και με τους οποίους σχετιζόμασταν τη δεκαετία εβδομήντα – ογδόντα, δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα καλύτερα σαλόνια στο Παρίσι. Η αγάπη μου για την τζαζ, για το μιούζικαλ, για την κλασσική μουσική, όλα αυτά ξεκινήσαν τότε, σε μια επαρχιακή πόλη. Στο σπίτι μας επίσης, δεν υπήρχε τηλεόραση, ήταν επιλογή των γονιών μου. Προτιμούσαν το διάβασμα, την κλασσική μουσική. Είχαμε όμως πάντα ραδιόφωνο ανοιχτό στο τρίτο πρόγραμμα. Ελλείψει τηλεόρασης, η μόνη μου διασκέδαση ήταν τα βιβλία, όταν δεν έπαιζα έξω ή δεν ήμουν στο σχολείο. Είχαμε τα άπαντα της ρωσικής λογοτεχνίας, της γαλλικής λογοτεχνίας. Έτσι βρέθηκα στην εφηβεία να έχω διαβάσει τα άπαντα Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Πάρα πολύ διάβασμα, που μου δημιούργησε έναν κόσμο ονειρικό, με θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία. Θυμάμαι δεκαετία εβδομήντα, όταν ήμουν δεκατεσσάρων, ζούσαμε στην Αθήνα και είχε πεθάνει και ο πατέρας μου, με διάλεξαν από το πρόγραμμα «Ο θαυμάσιος κόσμος της μουσικής» της ΕΡΤ, για να παρουσιάσω το πρόγραμμα. Είχαν έρθει στο Ωδείο Αθηνών όπου φοιτούσα εγώ τότε και κάνανε κάστινγκ στους σπουδαστές. Εκείνη την εποχή πήραμε τηλεόραση για να μπορέσουμε να δούμε εμένα. Το εγχείρημα αυτό ήταν κάτι που με σημάδεψε, γιατί σκεφτόμουν πως μπορώ να κάνω καριέρα σε κάτι άλλο πέραν της μουσικής, αλλά τελικά αυτή ήταν που με κέρδισε.
Η απώλεια του Πατέρα
Τα άδυτα της ψυχής είναι δύσκολα. Δε μπορώ να πω με σιγουριά τι επηρέασε στο ασυνείδητο μου ο θάνατος του πατέρα μου, όσο κι αν ακούγεται περίεργο. Μπορώ όμως να πω ό,τι ένοιωσα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός για τα δικά μου τα κριτήρια. Η Ευαγγελική κοινότητα της Ελλάδας είχε μερικές αρχές, οι οποίες για μένα σαν ένα ανήσυχο άτομο και μια καλλιτέχνιδα σε εκκόλαψη ήταν πάρα πολύ βαριές. Πρέπει να κάνεις αυτό, αλλά όχι το άλλο, όλα τα μη. Όταν ο πατέρας μου πέθανε, αυτό που θυμάμαι από τη μία πλευρά, ήταν το τεράστιο σοκ και από την άλλη, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, ήταν μια ανακούφιση του «τώρα θα είμαι ελεύθερη να κάνω αυτό που θέλω». Τον πατέρα μου τον έκλαψα πολύ αργότερα, ενήλικας πλέον, από τα τρις βαθά μου. Όλη η έλλειψη του πατέρα, μου βγήκε πολύ-πολύ αργότερα. Ενήλικας κατάλαβα την αξία του. Το γιατί είχε τόσους όρους και τόσα μη. Τα καταλαβαίνω τώρα, δεν τα καταλάβαινα τότε. Τώρα τα εκτιμώ, τότε δεν τα ήθελα. Τον εκτίμησα στη δουλειά του που έκανε ως περιοδεύων ευαγγελιστής, εκτίμησα τους κόπους που έκανε για να με στρώσει στο διάβασμα του πιάνου. Για αυτόν το λόγο, όλο το πένθος για τον πατέρα μου μου βγήκε δέκα χρόνια μετά. Ο πόνος μου βγήκε τόσο έντονα και τόσο μαζικά, ενήλικας πλέον, που και τώρα που μιλάω για αυτό το θέμα το κάνω με δυσκολία. Έχω ζητήσει από τον Θεό να με βοηθήσει να ξεπεράσω αυτήν την έλλειψη και αυτό το πένθος,. Την τεράστια ομορφιά αυτού ανθρώπου που την είδα μετά, την ψυχή του επτανήσιου, μπόρεσα να την καταλάβω πολύ αργότερα. Ο πατέρας μου είχε βέρα Ιταλική συνείδηση. Μαρκεσίνη η οικογένεια, από την περιοχή Βενέτο της Ιταλίας. Με μεγάλωσε λέγοντάς μου πως εμείς είμαστε Ιταλοί. Έλληνες μεν, που είχαν έρθει από την Ιταλία δε.
Σπουδές, έρωτας και οικογένεια
Δεκαετία ’80. Στην Ελλάδα δεν ήταν πάρα πολλές οι δυνατότητες που σου δίνονταν. Οπότε το εξωτερικό φαινόταν σαν μονόδρομος για μένα. Δεν ξέρω πως είναι τώρα τα πράγματα, γιατί λείπω αρκετά χρόνια, αλλά τότε εάν ήθελες να κάνεις καριέρα ήξερες ότι θα φύγεις κάποια στιγμή για το εξωτερικό. Εκείνα τα χρόνια όλα μέσα στον ευαγγελικό χώρο μου φαινόντουσαν ως ένας νόμος και ένα μη. Για εμένα ως νεαρή καλλιτέχνιδα φάνταζε ότι δεν υπήρχε κανένα περιθώριο. Θα σπούδαζα μόνο για να παίξω μέσα στην εκκλησία, χωρίς να υπάρχει καν επίπεδο. Όπως είπα νωρίτερα τα απαρνήθηκα όλα. Είκοσι χρονών, με κάλεσαν σε ένα συνέδριο στη Λεπτοκαρυά, κάποιοι παλιοί φίλοι από την εκκλησία. Χωρίς να έχω ιδιαίτερη όρεξη βέβαια για να πάω, απλά και μόνο επειδή είχα πεθυμήσει μερικούς, είπα ας πάω. Δε με ενδιέφεραν ούτε οι ομιλίες, ούτε κάποιο άλλο από τα δρώμενα. Έπαιζαν οι Πάροικοι θυμάμαι. Αυτοί μ’ αρέσαν, αλλά όλα τα άλλα ήταν ανούσια. Την τελευταία μέρα, την Κυριακή, ήρθε και κάθισε δίπλα μου ένας από τους ομιλητές, ο Δανιηλόπουλος. Την ώρα του Δείπνου, είχα ανοιχτά τα μάτια μου, δεν έπαιρνα μέρος. Γύρισα, τον κοίταξα και εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το υπερφυσικό, το οποίο σημάδεψε τη ζωή μου για πάντα. Όπως τον κοιτούσα είδα γύρω από το κεφάλι του, μια φωτιά να καλύπτει το κεφάλι του και να ανεβαίνει προς τα επάνω. Αυτό είναι ένα γεγονός που περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων και το είδα να συμβαίνει μπροστά μου. Ένα κορίτσι που είχε πετάξει τα πάντα, που είχε κουραστεί, να δει αυτήν την εικόνα. Όταν το είδα αυτό, όλοι οι τοίχοι, ότι υπήρχε γύρω μου γκρεμίστηκε σε ένα δευτερόλεπτο. Ήταν τέτοια η δύναμη, που ούτε ερωτηματικά είχα πλέον για το ποιος είναι, ούτε τι είναι ο Θεός, ούτε τι είναι η Βίβλος, η πίστη΄ είδα τη δόξα του Θεού. Το ίδιο βράδυ, συγκλονισμένη από ότι έγινε, γυρνούσα με το τραίνο στην Αθήνα και για πρώτη φορά, παρότι είχα προσευχηθεί τόσες φορές στη ζωή μου, όπως κάνουν τα παιδιά χριστιανικών οικογενειών, άνοιξα το παράθυρο και είπα «Θεέ μου, εδώ είναι μια γυναίκα που σε έχει ανάγκη. Είμαι διαθέσιμη πλέον.». Μέσα σε ένα μήνα είχε γίνει αυτό που εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ονομάζουν αναγέννηση. Αυτό έφερε τα πάνω κάτω, άλλαξε τα πάντα στη ζωή μου. Η θρησκεία, ο νόμος, που με είχε πληγώσει και περιορίσει, όλα διαλύθηκαν. Μέσα μου μπήκε μια προσωπική σχέση με τον Αιώνιο Θεό και πλέον άρχισα να ακούω. Άκουσα τον Θεό να μου λέει, αυτό που είδες σε αυτόν τον άνθρωπο, σε καλώ εσένα΄ άσε όλα τα άλλα, ξεκινάμε μαζί μια νέα ιστορία. Από τη στιγμή εκείνη και για κανένα μήνα μετά ένοιωθα ότι αιωρούμαι, δεν περπατούσα. Πριν συμβούν όλα αυτά, είχα πάρει μια απόφαση να μην παντρευτώ ποτέ. Θα έκανα την καριέρα μου, θα είχα μια σχέση όπως κάνει ο κόσμος, παιδιά δε με ενδιέφερε να κάνω. Εδώ όμως όταν μπήκε μέσα μου το πνεύμα του Θεού, σκέφτηκα «αμάν τώρα τι κάνουμε» και είπα εντάξει θα παντρευτώ! Μετά από έξι μήνες έκανα ένα ταξίδι στην Ευρώπη μαζί με φίλες μου, σε ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας. Εκεί ερωτεύτηκα έναν Ολλανδό και κάπως έτσι άλλαξε η ζωή μου, γιατί με ερωτεύθηκε και εκείνος. Τον σύζυγό μου τον ερωτεύθηκα σε ένα καφέ, γιατί ήταν πολύ ωραίος άντρας. Άρχισα να βήχω για να με προσέξει. Κατά τύχη ήμασταν στην ίδια πόλη, για το ίδιο συνέδριο. Έτσι ενώ θα πήγαινα να κάνω τις σπουδές μου στην Αγγλία, με κάλεσε να έρθω στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας και να σπουδάσω εδώ. Ήρθα και μέσα σε ενάμιση-δύο χρόνια παντρευτήκαμε και ξεκίνησε η ζωή μου εδώ. Το παιδί ήρθε κατευθείαν με το που παντρευτήκαμε. Γύρω στα 22 με 23. Ήμουν στον πρώτο χρόνο των σπουδών μου όταν έμεινα έγκυος. Τότε η μαμά μου μου είπε, συνέχισε και εγώ θα σου στέλνω λεφτά να προσλάβεις μια γυναίκα να φυλάει το μωρό. Εγώ αρνήθηκα να βάλω ξένον άνθρωπο στο παιδί, ήταν το «αίσθημα» που ένοιωσα με το που το γέννησα και το κράτησα στην αγκαλιά μου. Είπα αποκλείεται. Ταυτόχρονα όμως της είπα «Μαμά δεν ξέρω τι θα κάνω, δε μπορώ να αφήσω τις σπουδές μου. Δε μπορώ να σταματήσω να παίζω μουσική.». Τότε πήρε ‘κείνη την απόφαση για μένα. Είπε σταματάω εγώ από τη δική μου δουλειά και θα έρθω να στο μεγαλώσω, πολύ ταπεινά και χωρίς να θέλει να επιβάλλει την άποψή της. Της οφείλω πάρα πολλά. Όλα αυτά τα χρόνια ο Χέρμαν, ο άντρας μου, με τη μητέρα μου ανέπτυξαν μια βαθιά-καρδιακή φιλία, που δεν είναι σύνηθες! Μιλούσαν στα γαλλικά μεταξύ τους! Όταν μεγάλωσε το παιδί πια και εγώ είχα πάρει το πτυχίο μου, ξαναγύρισε Ελλάδα, αλλά την είχαμε συνηθίσει τόσο, είμαι και μοναχοπαίδι, οπότε πηγαινοερχόταν. Τώρα την έχουμε πάλι μαζί μας καθώς βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία και αντιμετωπίζει διάφορα θέματα υγείας. Είναι η δική μας σειρά να την προσέξουμε.
Πιανίστρια ή τραγουδίστρια
Σπούδασα κλασσικό πιάνο από μικρό παιδί. Μετά μέχρι την ανωτέρα του Ωδείου Αθηνών. Τελείωσα πενταετή σπουδή ως κλασσική πιανίστρια στο κονσερβατόριουμ του Ρότερνταμ. Ολοκλήρωσα με μάστερ ως πιανίστρια πάλι, στη Βασιλική Ακαδημία των Βρυξελλών. Παρότι, όλες αυτές τις σπουδές τις έκανα στο κλασσικό πιάνο, η Τζαζ ήταν πάντα η κρυφή μου αγάπη. Σε κάποια φάση, για ένα διάστημα μόνο και ενώ είχα τελειώσει τις σπουδές μου, κάτι έπαθε το χέρι μου. Έτσι αναγκάστηκα να ακυρώσω μια συναυλία. Ενώ είχανε βρει αντικαταστάτη, εγώ πήγα παρόλα αυτά. Οι διοργανωτές τότε μιας και παρευρέθηκα στην εκδήλωση, με ρώτησαν εάν ήθελα να πω έστω και ένα χαιρετισμό. Ζήτησα ένα μικρόφωνο και εξήγησα στον κόσμο πως εάν δε διορθωθεί η ζημιά στο χέρι μου, θα πρέπει να αλλάξω επάγγελμα! Και τους τραγούδησα το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», του Χατζηδάκη. Δεν είχα να χάσω τίποτα, πιανίστρια ήμουν. Ήταν τέτοια όμως η αντίδραση του κοινού που με έκανε το ίδιο κιόλας βράδυ να σκεφτώ μπας και έχω πάρει λάθος τραίνο. Άρχισα λοιπόν να πειραματίζομαι σιγά σιγά με τη φωνή μου.
Στην Ελλάδα κάποια στιγμή, ήθελα να αγοράσω ένα πιάνο και με άκουσε ο Γιώργος Νάκας να αυτοσχεδιάζω και να δοκιμάζω διάφορα στο πιάνο. Με πλησιάζει και μου λέει θα ήθελα να σας ακούσει ένας γνωστός μου. Ο γνωστός του ήταν ο Μίμης Πλέσσας. Συναντηθήκαμε και τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Κάναμε μαζί δίσκο με ανέκδοτα τραγούδια και συναυλίες. Κάπου εκεί ξεκίνησε η καριέρα μου ως τραγουδίστρια. Όταν τα πράγματα φυσικά πήραν σοβαρή τροπή, βρήκα τον καλύτερο καθηγητή φωνητικής εδώ στο Ρότερνταμ και ξεκίνησα μαθήματα τεχνικής. Άρχισα πάλι να μελετάω, κάτι που ήμουν συνηθισμένη να κάνω για τουλάχιστον οκτώ ώρες την ημέρα. Είναι διαφορετικό να παίζεις ένα όργανο και διαφορετικό να ντύνεις με τη φωνή σου νότες.
Μουσικές συνευρέσεις που σε σημάδεψαν
Πρώτη και αξέχαστη αυτή με τον Μίμη Πλέσσα. Ο άνθρωπος μου έμαθε τι είναι νιάτα. Μεγάλη μορφή, τους ρυθμούς του δεν τους προλαβαίνεις. Ένα καταπληκτικό άτομο. Έπειτα ο Ολλανδός μου μάνατζερ, πραγματικά με βοήθησε. Μου άνοιξε πόρτες, με σύστησε όταν δε με ήξερε κανείς σαν τραγουδίστρια. Η συνεργασία μου με τον Ρίτσαρντ Μπόνα, μου άνοιξε διεθνή κανάλια. Άρχισαν να με καλούν στα διεθνή φεστιβάλ. Αυτός λοιπόν, ο Καμερουνέζος μπασίστας και τραγουδιστής με συμβούλευσε να τραγουδάω όσο περισσότερο μπορώ στη μητρική μου γλώσσα. Στο δίσκο που κάναμε μου είπε, θα μάθω εγώ ελληνικά για σένα, όχι το αντίθετο. Έτσι τραγουδήσαμε μαζί στα ελληνικά, κάτι που ήταν και γι’ αυτόν μια πρωτιά στην καριέρα του και μου άνοιξε πόρτες τραβώντας τα φώτα πάνω μου. Μετά από αυτήν τη συνεργασία άρχισαν να με καλούν διεθνή φεστιβάλ, το ένα μετά το άλλο, σε Αυστρία, Γερμανία, Αμερική και καμιά δεκαριά ακόμα. Οι Klazz Brothers, ένα από τα πιο πετυχημένα τζαζ συγκροτήματα στη Γερμανία, μου ζήτησαν να συνεργαστώ μαζί τους΄ γεγονός που μου έφερε πάρα πολλές συναυλίες σε Γερμανία και Ολλανδία.
Αυτοχαρακτηρισμός
Τι είναι η Μαρία; Ένα σορό πράγματα. Μια Επτανήσια. Μια βέρα Ελληνίδα. Μια κοκκινομάλλα με φακίδες. Μια τελειομανής μέχρι το κόκκαλο. Μια εργασιομανής. Τίποτα όμως από αυτά δε με χαρακτηρίζει πλέον. Αν με είχες ρωτήσει δέκα χρόνια πριν θα σου έλεγα αυτά. Θα ήθελα να αναφέρω ένα εδάφιο από τη Βίβλο, από την Προς Εβραίους επιστολή 3.6, που λέει ότι ο Μωυσής ήταν ως υπηρέτης στο σπίτι του, ο Ιησούς ήρθε ως υιός στο σπίτι του, του οποίου το σπίτι είμαστε εμείς. Αυτά τα λόγια για μένα είναι τόσο απέραντα, που όταν τα διαβάζω ζητάω συνέχεια από το Θεό να μου αποκαλύπτει τι ακριβώς περικλείεται εκεί. Θέλω αυτός πλέον να είναι ο αυτοχαρακτηρισμός μου. Η Μαρία, ένα σπίτι του αιώνιου Λόγου, του αιώνιου Θεού. Δεν έχω φτάσει, αλλά έχω ήδη ξεκινήσει.
Πίστη και μουσική βιομηχανία
Έχω χορτάσει μουσικές. Έχω παίξει στις καλύτερες αίθουσες του κόσμου. Παρόλα αυτά, συνέχεια είχα την αίσθηση πως υπάρχει ένα πολύ χαμηλό ταβάνι πάνω από το κεφάλι μου. Είχα την αίσθηση πως ούτε έχουν ακούσει, ούτε έχουν δει την αληθινή Μαρία. Κατά καιρούς έχω παίξει μέσα σε εκκλησίες, αλλά η ποπ μουσική τα έχει θερίσει όλα και κατ΄ εμέ είναι τόσο κάτω το επίπεδο, που ένοιωθα πως δεν ήταν αυτό για μένα. Δε μου δινόταν η δυνατότητα να εκφράσω το βαθύ-βαθύ μέρος της Μαρίας με το Θεό. Είναι αυτό που είπα και προηγουμένως, το σπίτι του Ιησού που είμαι εγώ. Πριν ενάμιση χρόνο, αφιέρωσα μια μέρα μόνο σε προσευχή και έψαχνα τη φωνή του Θεού. Και προσπαθούσα να ακούσω τι μου λέει ο Θεός. Είχα ανάγκη να παίξω άλλους ήχους, να μπορώ να μιλήσω άλλα πράγματα που πιστεύω πως έρχονται από τον Θρόνο του Θεού. Εκείνη τη μέρα με πήρε τηλέφωνο ένας ιεροκήρυκας, ένας άνθρωπος πολύ γνωστός από την επίσημη εκκλησία της Ολλανδίας και μου λέει «Δε με ξέρεις, αλλά έχω δει πολλά βίντεο δικά σου. Θα ήθελες να δουλέψεις για τον Θεό;». Δάκρυσα, γιατί για αυτό προσευχόμουν όλη μέρα και μέχρι τότε κανείς δε με ήξερε στις Ολλανδικές εκκλησίες ως χριστιανή καλλιτέχνιδα. Αυτός με σύστησε και μέσα από την τηλεόραση, άρχισαν να με μαθαίνουν και με αυτήν την ιδιότητα και να παίζω από εκκλησία σε εκκλησία. Μας σταμάτησε βέβαια η πανδημία. Αλλά δεν καθόμαστε! Ξεκινάω το πρώτο μου γκόσπελ δίσκο, εάν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι, γιατί θα είναι cd που θα είμαι εκατό τις εκατό ο εαυτός μου. Θα είναι έτοιμο μόλις μας το επιτρέψουν οι συνθήκες του covid. Πιστεύω μέσα στο ‘21.
Κρυφές επιθυμίες
Ένα εξοχικό στην Ελλάδα, στη θάλασσα. Είχα ένα στην Κεφαλλονιά, αλλά δε μου άρεσε η τοποθεσία και το πούλησα.
Στις ερχόμενες συναυλίες, οι άνθρωποι να σηκωθούν και να χορέψουν όπως η Μαριάμ. Να καταφέρω δηλαδή, το εκκλησιαστικό κοινό να σηκωθεί και να χορέψει μπροστά στον Θεό. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω αυτήν την εικόνα. Και το κοινό μου που δεν πιστεύει, να δει, όπως εγώ δεν πίστευα και είδα τη φωτιά πάνω από το κεφάλι αυτού του ανθρώπου τότε, έτσι να δουν και αυτοί το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο δεν τιθασεύεται με τίποτα. Το μότο μου είναι έξω η θρησκεία, μέσα ο Κύριος.
Να μάθω να μαγειρεύω καλύτερα.
Να αυξήσω μυϊκή μάζα. Πάντα ήμουν πολύ αδύνατη, αλλά τώρα μου έχει μπει αυτό!
Hobby
Μόδα. Με ξεκουράζει. Αλλά και πάντα το αιώνιο πρόβλημα στις συναυλίες. Το τι θα παίξω είναι εύκολο, το τι θα βάλω είναι δύσκολο. Κατά καιρούς είχα στυλίστα ανάλογα με το budget της παραγωγής. Τώρα πλέον όχι, γιατί μετά από πολλές γκάφες έμαθα και κάτι.
Αρχιτεκτονική, διακόσμηση, εικαστικές τέχνες. Από πάντα και όχι εξαιτίας του γιου μου που είναι αρχιτέκτονας. Στην εφηβεία αρχίσαμε να τον χάνουμε τις νύχτες και καταλάβαμε ότι πήγαινε για γκράφιτι. Προσωπικά το γκράφιτι το θεωρώ street art. Και αρχίσαμε με τον άνδρα μου να του αγοράζουμε εμείς τις μπογιές.
Ελλάδα
Δάκρυ. Αυτό. Η χαρά μου και ο πόνος μου. Αυτό που μου λείπει, αυτό που αγαπάω. Το ζουπάω στον πάτο της ψυχής μου, για να μη με πονάει που δεν είμαι εκεί. Ο άνθρωπος βέβαια προσαρμόζεται και πολύ ευτυχισμένη είμαι με αυτά που κάνω, αλλά που και που πάει να σηκωθεί. Ακούω μια πενιά, λέω αχ… ένα ουζάκι και φέρνει όλη την αύρα της Ελλάδας. Ο πόνος της έλλειψης.
___________________________________
Επιμέλεια Δέσποινας-Ειρήνης Σαμπαγιάν-Δίπλα,
MSc Θεολόγος-Κοινωνιολόγος
Αντιπρόεδρος ΣΕΧΚ